Γύρω στις 12:00 μας λένε να κατεβούμε στην παραλία, όπου θα μας περιμένει το καϊκάκι. Το καίκι είναι μέσα στη θάλασσα και πρέπει να κολυμπήσουμε.
Τα πράγματα μας θα ανέβουν μέσα σ' ένα πλαστικό κιβώτιο που επιπλέει. Εγώ με τη μικρή μηχανή φωτογραφίζω.
Η Νάγια κολυμπάει μέχρι το καίκι. Ο Βασίλης αρνείται να μπει μέσα στο κουτί για να τον πάμε ασφαλέστερα. Επιστρατεύεται το καπάκι του κουτιού το οποίο λειτουργεί σαν σωσίβιο. Εγώ και η Λίνα τον πάμε μέχρι το καίκι. Τον ανεβάζουμε πάνω. Περιπέτεια !
Ξεκινάμε. Θα φτάσουμε σε 2 ώρες (γύρω στις 14:30). Η Νάγια είναι ενθουσιασμένη, ενώ ο Βασίλης μάλλον φοβάται λίγο.
Ο Βασίλης συνδυάζει το τραγούδι που τραγουδάει συνέχεια τις τελευταίες μέρες: "την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά, που μπήκε στην βαρκούλα να πάει στην ξενιτιά ..." Μας λέει λοιπόν με σιγουριά: "Τώρα πάμε στην ξενιτιά!"
Στη μέση της διαδρομής η Νάγια αρχίζει να έχει στομαχικές διαταραχές από το κούνημα. Διαμαρτύρεται λίγο, αλλά κοιμάται για να το ξεπεράσει. Ο Βασίλης ήδη κοιμάται.
Φτάνουμε το νησί. Μοναδικό! Μία έρημη, αμμώδης παραλία με μερικά μπαγκαλόου και ένα μπαράκι, κρυμμένα μέσα στη φύση. Ήδη αισθανόμαστε σαν Ροβινσώνες!
Εγώ και η Νάγια βουτάμε για την ακτή.
Ο Βασίλης με τη Λίνα μέσα στο κουτί.
Φτάνουμε όλοι στην ακτή. Τα καταφέραμε!
Μας υποδέχονται με μία δροσερή φρέσκια λεμονάδα. Όλα είναι υπέροχα. Το μπαγκαλόου μας είναι το 3. Φορτωνόμαστε και πάμε. Λιτό, ολοκληρωμένο, ειδυλιακό! Είμαστε μπροστά στην παραλία. Ο Βασίλης το παρομοιάζει με το 2ο σπιτάκι από τα 3 γουρουνάκια. Πολύ γελάμε!
Η θέα από το μπαλκονάκι είναι υπέροχη!
Τραβάω βίντεο μέσα από το μπαγκαλόου.
Τακτοποιούμαστε και τρέχουμε κατευθείαν για την παραλία. Παίζουμε, κολυμπάμε, χαιρόμαστε. Με τα παιδιά φτιάχνουμε τη σημαία μας, πάνω σε ένα κοντάρι από μπαμπού, που καρφώνουμε στην άμμο. Κάνουμε κούνια σε σχοινιά που κρέμονται από τα δέντρα.
Αργά το απόγευμα, γύρω στις 18:00, πηγαίνουμε για φαγητό στο μπαρ. Αισθάνομαι τόσο χαλαρωμένος που στην ερώτηση της κοπέλας του μπαρ, αν είναι όλα καλά, δεν έχω το κουράγιο να της απαντήσω. Ο ήλιος δύει, ο ουρανός κοκκινίζει και εμείς χαζεύουμε ξαπλωμένοι στην ξύλινη βεράντα του μπας, πίνοντας κρύα μπύρα και κόκα κόλα.
Τα φώτα ανάβουν. Τώρα όλος ο καταυλισμός έχει ρεύμα, μέχρι αργά το βράδι. Παραγγέλνουμε φαγητό. Ο Βασίλης δεν τρώει πολύ. Του λέμε ότι δεν έχει άλλο φαγητό, ούτε γάλα. Το πρωί θα φάμε πάλι. Ο Βασίλης επιμένει (το πρωί θα μας περιμένει όλους μία έκπληξη σχετικά με την όρεξη του Βασίλη). Έχει ήδη νυχτώσει για τα καλά. Πάμε για ύπνο. Το κύμα της θάλασσας μας νανουρίζει, καθώς το αεράκι της θάλασσας μας δροσίζει.











Speechless...
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε παιδιάάάάάάάά, που είστε? Στο νησί του Lost? Ζηλεύωωωωω ρεεεεε
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάω να διαβάσω την επόμενη μέρα...
Φίλε μου εξερευνητή... παρακολουθώ τις διακοπές σας με μεγάλο ενδιαφέρον! Τελικά έχεις ταλέντο στην ταξιδιωτική ανταπόκριση...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλειο το νησάκι... και αυτό με το κουτί μεταφοράς πολύ μου άρεσε... λές και είσαστε επιζώντες στη μυστηριώδη νήσο! Και ξέρεις ότι μου αρέσουν αυτά τα σενάρια....
Χαίρομαι που περνάτε καλά και περιμένω και τη συνέχεια...
Χρύσα
ει...ει...ει..... Κωστούλη....τι φτιάνς α!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκι συ κι η οικογένειά ς.......μπράβου ς.....εύγε σ......και εις ανώτερα.....καλή συνέχεια.....
Σουλίτσα από Καρδίτσα!!!!!