Το βράδυ στο ξενοδοχείο Dokchampa Guesthouse στο Champasak είναι μάλλον βασανιστικό. Παρόλο που έχουμε στρέψει τον ανεμιστήρα πάνω μας, έχει ζέστη, ενώ όλο το βράδυ, ένα ζευγάρι σαμιαμίδια ερωτοτροπούν φωνάζοντας σχεδόν όλη τη νύχτα πάνω από τα κεφάλια μας. Η Λίνα και η Νάγια ξαγρυπνούν περισσότερο από τους άλλους. Ευτυχώς ξημερώνει και ετοιμαζόμαστε. Στις 7:00 θα περάσει μπροστά από το ξενοδοχείο μας το τοπικό λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στο Pakse. Στις 6:50 είμαστε απ’ έξω και περιμένουμε. Λίγο μετά τις 7:00 βλέπουμε το λεωφορείο. Είναι ένα sawngthaew, ένα φορτηγάκι δηλαδή, που έχει διαμορφώσει την καρότσα με θέσεις, τη μία απέναντι από την άλλη, και έχει σκέπαστρο. Είναι παρόμοιο αλλά μεγαλύτερο από τα jumbo που παίρνουμε μέσα στις πόλεις και χρησιμοποιείται για τις τοπικές συγκοινωνίες. Ανεβαίνουμε. Μαζί με μας ταξιδεύουν και πάπιες και χήνες, μέσα σε καλάθια.
Στις 8:00 είμαστε στο Pakse. Κατεβαίνουμε στην αγορά Talat Dao Heuang. Σαν γύπες ορμάνε όλοι οι ταξιτζήδες με τα τουκ τουκ πάνω μας. Επιλέγουμε τον πιο γρήγορο από αυτούς, και αφού ψωνίζουμε φρούτα από την εκεί αγορά, πηγαίνουμε στο παλιό μας ξενοδοχείο Lankham για να φάμε πρωινό, αλλά και να μάθουμε αν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από λεωφορείο για να πάμε στο Savannakhet. Τα βιβλία μας λένε ότι για μία απόσταση 230 χιλιομέτρων το λεωφορείο κάνει 5 ώρες! Δυστυχώς η κυρία της ρεσεψιόν μας ενημερώνει ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο. Παρόλα αυτά εμείς τρώμε μία ωραία σούπα και παίρνουμε ένα jumbo που μας πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου. Πληρώνουμε 4€ το άτομο και στις 9:30 επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο, το οποίο είναι με γαλάζια κουρτινάκια με δελφίνια, και τηλεόραση που παίζει βιντεοκλίπ ντόπιων τραγουδιών στη διαπασών. Μετά από μία μικρή διαδρομή σταματάμε για λίγο στο βόρειο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων του Pakse (στο 7ο χιλιόμετρο).
Συνεχίζουμε και μετά από καμιά ώρα ταξίδι σταματάμε, χωρίς να κατέβουμε, πάνω στο δρόμο. Αμέσως εισβάλουν μέσα στο λεωφορείο μικροπωλητές που πουλάνε τα πάντα. Νερά, αναψυκτικά, σουβλάκια από συκώτι, κοτόπουλα ψητά, ρύζι βραστό σε σακουλάκια. Μας τα φέρνουν μέχρι πολύ κοντά στο πρόσωπο μας για να αγοράσουμε. Μας κάνει εντύπωση μία κοπελίτσα που σταματάει μπροστά στο Βασίλη και κοιτιούνται στα μάτια μέχρι το λεωφορείο να φύγει. Η διαδρομή είναι μεγάλη και η ώρα δεν περνάει εύκολα. Παράλληλα κάνει ζέστη και είμαστε με κλειστά παράθυρα, αφού δουλεύει το ισχνό air-condition του λεωφορείου. Κάποια στιγμή σταματά η προβολή των βιντεοκλίπ και μας δείχνουν σαρλό, που έχουν μεταγλωττίσει στην γλώσσα Λάο και σε όλη την ταινία τον εμφανίζουν να μιλάει, αλλάζοντας την βουβή ταινία σε ομιλούσα! Από το παράθυρο παρατηρούμε τη χώρα η οποία δείχνει να αλλάζει, προς το καλύτερο, καθώς μετακινούμαστε προς το βορρά. Στις 15:00 φτάνουμε κουρασμένοι στο Savannakhet.
Το Savannakhet είναι μία πόλη με εξαιρετική ρυμοτομία, στις όχθες του ποταμού Mekong. Έχει πολλά παλιά κτίρια της εποχής της Γαλλικής αποικιοκρατίας, που όμως λίγα από αυτά συντηρούνται και αφήνονται να πέσουν. Η πόλη δίπλα στο ποτάμι γενικά μοιάζει εγκαταλελειμμένη. Από την άλλη μεριά του ποταμού είναι η Ταϋλάνδη και αμέσως βλέπεις τη διαφορά. Με ένα jumbo πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο μας, το Savanbanhao, το οποίο είναι το καλύτερο από τα φθηνά ξενοδοχεία. Το δωμάτιο είναι γενικά καλό, αν εξαιρέσεις ότι είναι παρατημένο και λίγο βρώμικο. Κάνουμε μόνοι μας μια γρήγορη καθαριότητα και βγαίνουμε στην πόλη. Περνάμε από την κεντρική πλατεία, όπου δεσπόζει η καθολική εκκλησία της Αγίας Τερέζας. Φτάνουμε μέχρι την όχθη του ποταμού, όπου υπαίθρια εστιατόρια, έχουν στηθεί κατά μήκος της παραλίας. Δεν μας αρέσει και πολύ αυτό που βλέπουμε και αποφασίζουμε να πάρουμε τουκ τουκ και να πάμε στην περιοχή Talat Savan Xai, βορειοανατολικά της πόλης, που σύμφωνα με τα βιβλία μας έχει μεταφερθεί η ανάπτυξη της πόλης.
Φτάνουμε και βρίσκουμε μία τεράστια αγορά, όπου πωλούνται τα πάντα. Αρχίζουμε να κάνουμε βόλτες στους διαδρόμους τους. Παρατηρούμε ότι οι τιμές τους είναι υπερβολικά υψηλές, για τα δεδομένα της χώρας, πιθανώς λόγω της γειτνίασης με την Ταϋλάνδη. Ακόμα και με το παζάρι, το οποίο ρίχνει την τιμή κάτω από το 1/3, οι τιμές είναι υψηλές. Περνάμε μπροστά από τους πάγκους των φυσικών φαρμάκων. Μας κάνει εντύπωση που πουλάνε και κόκκαλα ζώων, ουρές ή τρίχες! Μετά από λίγη ώρα, και αφού δεν μπορούμε να αγοράσουμε κάτι, φεύγουμε και γυρίζουμε στο κέντρο. Ανεβαίνουμε στο δρόμο Ratsavongeuk, που φαίνεται να έχει κίνηση. Τρώμε μικρά νόστιμα σουβλάκια στο χέρι και δροσιζόμαστε στο καφέ «Ραντεβού». Νυχτώνει. Γυρίζουμε στην πλατεία, όπου έχουν στημένα τραπεζάκια και καρέκλες, τα διάφορα μαγαζιά της πλατείας και προσφέρουν φαγητό ή δροσιστικά. Εμείς καθόμαστε σε ένα κινέζικο. Τρώμε νόστιμα αλλά πολύ καυτερά φαγητά, ακόμη και για μας που έχουμε πλέον συνηθίσει. Ο Βασίλης στο τέλος της βραδιάς χορεύει ζεϊμπέκικα πάνω στην πλατεία. Γυρίζουμε στο δωμάτιο και σε 5 λεπτά κοιμόμαστε όλοι.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου