Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Ημέρα 8η: Η Salta, στους πρόποδες των Άνδεων

Σήμερα έχουμε πολύ πρωϊνό ξύπνημα. Στις 7:00 το αργότερο πρέπει να φύγουμε από το σπίτι μας και να πάμε στο αεροδρόμιο, αφού πετάμε για την πόλη Salta, στους πρόποδες των Άνδεων. Ετοιμαζόμαστε και φεύγουμε στην ώρα μας. Βρίσκουμε ένα ταξί στον κεντρικό δρόμο και κατεθυνόμαστε προς το αεροδρόμιο AEP Χόρχε Νιούμπερι, το οποίο είναι το δεύτερο αεροδρόμιο της πόλης και αυτό που χρησιμοποιεί περισσότερο η Aerolíneas Argentinas που θα πετάξουμε. Φτάνουμε, το ταξίμετρο γράφει 6600 πέσος και τόσα ακριβώς μας ζητάει ο ταξιτζής! Ούτε πέσος παραπάνω για τις αποσκευές ή τη μετάβαση σε αεροδρόμιο... Πρώτη φορά το βλέπουμε αυτό στη ζωή μας! Φτάνουμε στα γκισέ των check-in, όπου είναι διαχωρισμένες δύο τεράστιες ουρές. Η μία για τις πτήσης της εταρίας στο νότο και η άλλη στο βορρά. Στεκόμαστε στη δεύτερη και προχωρούμε σιγά σιγά. Μετά από 1 ώρα και με αγωνία μήπως δεν προλάβουμε έρχεται η ώρα μας. Δίνουμε τα σακίδια μας και αφού περνάμε όλες τις διατυπώσεις φτάνουμε στην πύλη 13. Το αεροπλάνο φεύγει με μικρή καθυστέρηση.

Προσγειωνόμαστε στη Salta λίγο πριν τις 11:30. Παίρνουμε τα σακίδια μας και με ένα remís (κάτι σαν ανεπίσημο ταξί) φτάνουμε στην πόλη. Η Salta βρίσκεται βοριοδυτικά, κοντά στη Βολιβία και είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης περιοχής. Έχει πληθυσμό πάνω από μισο εκατομμύριο, είναι δηλαδή η 8η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Από το ταξί βλέπουμε τους ανθρώπους που μοιάζουν περισσότερο με Βολιβιάνους παρά με Αργεντίνους. Το ταξί μας αφήνει κοντά στο σπίτι μας, στο εστιατόριο Soho Bar που του ζητήσαμε. Έχουμε πεινάσει (ο Βασίλης είναι έτοιμος να φάει και μας) και είναι μία καλή ευκαιρία να φάμε, αφού μετά τις 13:00 μπορούμε να μπούμε στο διαμέρισμα. Τρώμε διαφορετικά πιάτα ο καθένας μας και πίνουμε τη μπύρα μας. Η ώρα φτάνει, πληρώνουμε από 10€ το άτομο και ανεβαίνουμε στο διαμέρισμα. Εμφανισιακά είναι πολύ καλό, μάλιστα ο Βασίλης έχει κανονικό κρεββάτι και όχι καναπέ. Παρόλα αυτά ανακαλύπτουμε ότι το μόνο θερμαντικό σώμα που λειτουργεί είναι του μπάνιου, ενώ το air-condition δείχνει να μην δουλεύει καθόλου... Να δούμε πως θα τη βγάλουμε το βράδυ, που οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από το μηδεν. Στέλνουμε μήνυμα στο σπιτονοικοκύρη μας.

Ξεκουραζόμαστε λίγο και βγαίνουμε έξω. Βρισκόμαστε 4 τετράγωνα από το κέντρο και περπατάμε μέχρι εκεί. Η πόλη είναι ήσυχη τέτοια ώρα, δεν έχει πολύ κρύο, ενώ παρατηρούμε γύρω μας χαμηλά κτίρια και μεγάλους δρόμους. Φτάνουμε στο κέντρο και στην πλατεία 9ης Ιουλίου. Κλασσική ισπανική αρχιτεκτονική πόλης, με την κεντρική πλατεία που οι ισπανοί ονομάζουν ζόκαλο και γύρω από αυτή ο Καθεδρικός ναός και άλλα αποικιοκρατικά κτίρια. Εξερευνούμε την περιοχή γύρω από την πλατεία. Ο κόσμος φαίνεται φιλικός, βλέπουμε πολλούς μικροπωλητές που πουλάνε κάλτσες, γάντια και πολλά άλλα,  όπως και αρκετούς λούστρους που γυαλίζουν παπούτσια. Οι τουρίστες που βλέπουμε δεν είναι πολλοί. Μία κυρία έρχεται και μας ρωτάει από που είμαστε και η τέταρτη χώρα που λέει είναι η Ελλάδα! Λίγα μαγαζιά είναι ανοιχτά τέτοια ώρα. 

Περπατάμε μέχρι τον ναό San Francisco, ο οποίος είναι μεγαλοπρεπής και από μέσα ακούγονται ψαλμωδίες. Μπαίνουμε, καθόμαστε σε ένα παγκάκι και ηρεμούμε, παρατηρώντας την υπέροχη εκκλησία. Συνεχίζουμε τη βόλτα μας μέχρι που φτάνουμε και πάλι στην πλατεία. Εκεί αποφασίζουμε να πιούμε ένα καφεδάκι στο  καφέ Martinez, που φαίνεται ωραίο. Η επιλογή μας τελικά δεν είναι η καλύτερη. Για κάποιο λόγο που δεν καταλαβαίνουμε η γκαρσόνα μας φέρνει τους καφέδες (που μάλλον γάλα είναι με λίγο καφέ) με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, ενώ παρατηρούμε ότι πολύ λίγα τραπέζια εξυπηρετούνται... Τέλος πάντων... Κάτω από το καφέ έχει ένα κομμωτήριο. Μέχρι τώρα είναι πολύ λίγα τα κομμωτήρια που έχουμε δει. Η Λίνα αποφασίζει να κάνει μία περιποίηση. 

Η ώρα έχει περάσει και τα μαγαζιά δείχνουν να ανοίγουν, ενώ ο κόσμος πολλαπλασιάζεται. Περπατάμε μέχρι το δρόμο των ποιητών, όπου βρίσκονται εστιατόρια και μπαράκια για να δούμε αν μας αρέσει να καθήσουμε. Ο δρόμος αυτός είναι αρκετά τετράγωνα πιο μακριά. Στη διαδρομή μπαίνουμε σε μαγαζιά που βλέπουμε να έχουν ενδιαφέρον, ενώ παρατηρούμε πόσο κόσμο πλέον έχει. Αφήνουμε το κέντρο και τα πιο ακριβά μαγαζιά και περπατάμε σε μία περιοχή πιο υποβαθμισμένη, με πολλά μαγαζιά που πουλάνε έπιπλα και συσκευές. Ο κόσμος περιμένει τα λεωφορεία που περνάνε το ένα μετά το άλλο. Η όψη της πόλης εδώ είναι πιο αυθεντική. Φτάνουμε στο δρόμο των ποιητών αλλά μάλλον είναι νωρίς. Τώρα ανοίγουν 1-2 μπαράκια που βλέπουμε να υπάρχουν, ενώ τα εστιατόρια δεν έχουν ακόμα κόσμο. Αργότερα ίσως να είναι καλύτερα. Γυρίζουμε προς τα πίσω και το κέντρο από άλλο δρόμο, έτσι ώστε να ανακαλύψουμε περισσότερα πράγματα. Έχει νυχτώσει και όσο περάνει η ώρα ο κόσμος έξω γίνεται περισσότερος. 

Φτάνουμε πάλι στην πλατεία. Ένα ζευγάρι χορεύει παραδοσιακούς χορούς και πλήθος κόσμου τους βλέπει. Καθόμαστε και εμείς. Αργότερα βλέπουμε μία ομάδα με πολύχρωμες στολές έτοιμη να παρελάσει στην πλατεία. Κάποιες από τις στολές είναι τεράστιες κατασκευές που τις κουβαλάνε άντρες. Μικρά κορίτσια που χτυπάνε τύμπανα συνοδεύουν. Τους χαζεύουμε, ενώ προσπαθούμε να βγάλουμε και φωτογραφίες. Στο μεταξύ έχει ανοίξει και ο Καθεδρικός ναός, τον οποίο επισκεπτόμαστε. Λίγο αργότερα αποφασίζουμε να φάμε και εμείς, αυτό που οι περισσότεροι στην πόλη τρώνε. Χοτ Ντογκ ή Super Pancho, όπως το γράφουνε. Υπάρχουν παρά πολλά μαγαζάκια που το πουλάνε, εντωμεταξύ βάζουν και διάφορες σάλτσες από πάνω, αλλά και μικρά λεπτά πατατάκια. Τα περισσότερα μαγαζάκια έχουν προσφορά, 1 χοτ ντογκ και 1 αναψυκτικό, 1800 πέσος (1,10€). Παίρνουμε ο καθένας από ένα, χωρίς αναψυκτικό. Είναι πεντανόστιμο, πολύ χορταστικό και είναι το βραδινό μας για σήμερα.

Γυρίζουμε προς το σπίτι μας με ένα remís. Από το Carrefour της γειτονιάς μας αγοράζουμε προμήθειες, αφού αύριο θα νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο για 3 μέρες και θα ανεβούμε στις Άνδεις. Παρόλο που η περιοχή που είμαστε δεν είναι στο κέντρο και εδώ έχει πάρα πολύ κόσμο! Οι ντόπιοι φαίνεται βγαίνουν τις μεγάλες ώρες. Πίνουμε ένα τελευταίο στο Soho Bar. Η κοπελίτσα στο διπλανό τραπέζι προσπαθεί να ανταλλάξει μία ματιά με το Βασίλη, όλη την ώρα. Θα μας το ματιάσουν το αγόρι μας... Γυρίζουμε στο σπίτι, όπου με μεγάλη απογοήτευση βλέπουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει με τη θέρμανση, ούτε πήραμε κάποια απάντηση από το σπινονοικοκύρη μας. Βάζουμε ότι κουβέρτες βρίσκουμε στις ντουλάπες και αφήνουμε την πόρτα της τουαλέτας ανοιχτή, μπας και το μικρό και μοναδικό καλοριφέρ που δουλεύει ζεστάνει το υπόλοιπο σπίτι. Κοιμόμαστε κουκουλωμένοι και αρκετά κουρασμένοι. Αύριο φεύγουμε για τα βουνά.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου